Καλόγεροι

Καλόγεροι
Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 135 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου. Οι Κ. βρίσκονται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, 40 χλμ. ΝΑ του Αγίου Νικολάου. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Ιεράπετρας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ομφαλόψυχοι — Καλόγεροι των μοναστηριών του Αγίου Όρους κατά τον 14o αι. Είναι γνωστοί και ως ησυχαστές ή ησυχάζοντες. Βλ. λ. ησυχαστές …   Dictionary of Greek

  • Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… …   Dictionary of Greek

  • Kalogeri — Darstellung von Francis Beaufort, 1812 Gewässer Ägäisches Meer …   Deutsch Wikipedia

  • Ierápetra — Gemeinde Ierapetra Δήμος Ιεράπετρας (Ιεράπετρα) DEC …   Deutsch Wikipedia

  • Panormos (Kykladen) — Landgemeinde Panormos (1912–2010) Κοινότητα Πανόρμου (Πάνορμος) …   Deutsch Wikipedia

  • Kalogeri (Begriffsklärung) — Kalogeri (griechisch Καλόγεροι ‚Mönche‘) bezeichnet Kalogeri, zwei Felseneilande in der Ägäis Kalogeri, drei Felsen vor der griechischen Insel Tinos auf dem Territorium der Gemeinde Panormos (Kykladen) Kalogeri, ein Dorf auf dem Gebiet der… …   Deutsch Wikipedia

  • βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… …   Dictionary of Greek

  • καλόγερας — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Καταγόταν από το Αγρίνιο. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες και τραυματίστηκε στη Ναύπακτο και στην Καλιακούδα. Διακρίθηκε στη μάχη του Πετροχωρίου εναντίον του Αλβανού Τσέλιο Πίτζαρη και ακολούθησε τον Δημήτριο… …   Dictionary of Greek

  • καλόγερος — I Ονομασία δύο νησίδων οτυ Αιγαίου πελάγους. 1. Ακατοίκητη νησίδα των κεντρικών Κυκλάδων. Βρίσκεται στο στενό Φολεγάνδρου Σικίνου, κοντά στη νοτιοδυτική ακτή της Σικίνου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Σικίνου του νομού Κυκλάδων. 2.… …   Dictionary of Greek

  • καρναβάλι — Εορταστική περίοδος της Αποκριάς με παραδοσιακές εκδηλώσεις, όπου κυριαρχούν οι μεταμφιέσεις (μασκαρέματα). Η λέξη, όπως προκύπτει από την πιθανή ετυμολογία της (ιταλ. carne = κρέας + vale = χαίρε), σημαίνει αποχή από το κρέας. Το κ. τοποθετείται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”